- καραφάκι
- το(υποκορ. τού καράφα) μικρή καράφα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καραφάκι — το υποκορ. του καράφα μικρή φιάλη: Ήπιε μόνος του δυο καραφάκια ούζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)